- γλάφει
- γλάφυhollowneut nom/voc/acc dual (attic epic)γλάφυhollowneut dat sgγλάφωscrape uppres ind mp 2nd sgγλάφωscrape uppres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλάφω — (Α) σκάβω, κοιλαίνω κάτι («ποσσὶ γλάφει» ο λέων Ησίοδ.) 2. χαράζω με τη γλυφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλαφυρός] … Dictionary of Greek
μαστιώ — μαστιῶ, άω (Α) (ποιητ. τ. μόνο στη μτχ.) μαστίζω, μαστιγώνω, ραθδίζω. («οὐρῇ μαστιόων ποσσὶ γλάφει», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ «μάστιγα»] … Dictionary of Greek